κρανοκοπώ

κρανοκοπώ
κρανοκοπῶ, -έω (Α)
κόβω τις κορυφές, κορφολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κρᾶνον (βλ. λ. κρανίον) + -κοπῶ (< -κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. αργυρο-κοπώ, πετρο-κοπώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”